Παραγγελιά

 

Κατά τα μέσα Ιουλίου του ’80 ο Παύλος Τάσιος κι η Κατερίνα Γώγου με καλούν να μιλήσουμε για την ταινία. Βλέπω το υλικό στη μουβιόλα που χειριζόταν ένας εκπληκτικός τύπος – άγνωστός μου τότε – ο μοντέρ Γιάννης Τσιτσόπουλος. Την ιστορία του Κοεμτζή την είχα ακουστά μέσα σ’ άκρες.

Αποδέχομαι την πρόταση, παίρνω υπό μάλης τα ποιήματα της Κατερίνας, και τους λέω κοφτά πως “τώρα φεύγω διακοπές” στη Λευκάδα. Μένουν άναυδοι και άφωνοι. Η ταινία πρέπει αρχές Σεπτέμβρη να υποβληθεί σε τελική κόπια στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο χρόνος ελάχιστος, κι εγώ να προσπαθώ να καθησυχάσω την τόση αγωνία τους, γνωρίζοντας ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να είναι εφικτό. Παρ’ όλ’ αυτά, αρχές Αυγούστου βρίσκομαι στη Λευκάδα, κι εκεί, στο μικρό πατρικό σπίτι ανάμεσα σε μάνα,
θείες, θείους, αδέρφια κι ανίψια που βουίζουν σαν μελίσσι, δουλεύω άσταμάτητα στο παλιό πρώτο μου πιάνο και… καταφέρνω να μη τους ακούω. Ο πρώτος μου μάλιστα ακροατής και κριτής είναι ο Λεμονιάς, (Γιώργος Σ.), παιδικός αγαπημένος φίλος, άρτι αφιχθείς εξ Αυστραλίας, όπου είχε πάει να καζαντίσει.

Έχω στο μυαλό μου και στην οπτική μου μνήμη, όσες εικόνες μπόρεσα να συγκρατήσω απ’ τη μουβιόλα. Στο αναλόγιο του πιάνου τα ποιήματα της Γώγου, και είμαι “φτιαγμένος” απ’ την τραγική ιστορία του Κοεμτζή όπως παλιότερα, διαβάζοντας το “Πως πέθανε ο ληστής Ιγνάτιος Φόβος” του Κόντογλου. Πάντα με συγκλόνιζε η ζωή και η στάση των ντεσπεράντος κι ίσως, χωρίς να μου το ομολογώ νά’θελα να τους μοιάσω… Δεν έγινα ένας απ’ αυτούς, αλλά ουδείς γνωρίζει τι θα του φέρει η μοίρα του.

Γράφω λοιπόν, κάποια αιχμηρά κομμάτια και δυο μπαλλάντες όπου το μπλούζ, το ροκ, η τζάζ κι ο αυτοσχεδιασμός σε ανατολίζουσες και δυτικότροπες εκδοχές συμβιώνουν πονετικά, αλλά πάντα σε μια ρέουσα έξαρση και… τελειώνω σίγουρος, βέβαιος μάλιστα, (υπόθεση τελείως αυθαίρετη), ότι, Τάσιος, Κατερίνα και Τσιτσόπουλος οφείλουν και πρέπει να φέρουν και να δέσουν την εικόνα πάνω στη δική μου μουσική, αισθητική και ιδεολογική άποψη! Άλλωστε -το λέω μέσα μου- δεν υπάρχει χρόνος για επακριβή μετρήματα στη μουβιόλα και άλλα συμβατικά η καθωσπρεπικά… Εδώ, τους είπα, όταν επέστρεψα για την ηχοληψία, “έχουμε να κάνουμε με πράγματα που μας πάνε αλλού. Έχουμε να υπηρετήσουμε μια φλόγωση, ένα φοβερό συγκινησιακό πάθος κι ένα πεδίο που στις ρήξεις του δεν υπακούει στα κοινά πλαίσια της λογικής. Κι ο μόνος τρόπος να σταθούμε δίπλα του, είναι να του δοθούμε αισθαντικά”.

Και να που όλοι μας, από τις πρώτες κιόλας ηχογραφήσεις παθαίνουμε, κι ο φίλος Παύλος, που πριν από μένα είχε αναζητήσει σε άλλους συναδέλφους μου τη μουσική της ταινίας του, ησυχάζει και πείθεται, ενώ μου φεύγουν κι εμένα οι ενοχές… για τις διακοπές μου στη Λευκάδα. Η αξέχαστή μου Κατερίνα, αναρχικώς κι ευθέως εκδηλωτική, τρέμει απ’ τη χαρά της. Εκείνος όμως που δεν ησύχασε, και αφιέρωσε μερόνυχτα στο να υπάρξει τελικά, εκείνο το υπέροχο δέσιμο fiction μουσικής και εικόνας, ήταν ο καταπληκτικός μοντέρ Γιάννης Τσιτσόπουλος. (Σημειώνω πώς οι περισσότερες σκηνές της Παραγγελιάς είχαν γυριστεί με ηχητικό φόντο διάφορα λαϊκά τραγούδια άλλων ρυθμών, μελωδιών και… τα συναφή). Ο Τσιτσόπουλος, έκαμε πράγματι μια κοσμογονική αλλαγή. Έδεσε πράγματα λαϊκά, πονεμένα, βίαια, παθιασμένα, με μια μουσική ναι μεν άκρως συγκινησιακή αλλά σύνθετα οργανωμένη, και με λόγιο τρόπο. Το αποτέλεσμα, σε όσους γνωρίζουν κι έχουν δει την ταινία είναι γνωστό.

Η Παραγγελιά, σάρωσε το 1980 όλα τα βραβεία στο Φεστιβάλ κι έγινε μεγάλη επιτυχία στις αίθουσες. Άλλοι την ύμνησαν και κάποιοι την έθαψαν. Έτσι γίνεται πάντα. Πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ήταν ο αείμνηστος Αλέκος Σακελλάριος κι ανάμεσα στα μέλη της, μια κυρία του ελληνικού σινεμά πούφυγε τόσο νωρίς, η Τώνια Μαρκετάκη.

Η μουσική πρόταση της ταινίας υπεδείκνυε τρόπους εναλλακτικής έκφρασης. Θέλω να πιστεύω πως βοήθησε νεώτερους μουσικούς εκείνης της εποχής. Κάποιους που δεν είχαν την τύχη να θητεύσουν και εκτός Ελλάδας! Όμως, έτσι κι αλλιώς, ο μουσικός δημιουργός δεν φτιάχνεται μόνο από τις νότες…