Βιογραφικό
Ο Κυριάκος Σφέτσας γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1945 στην Αμφιλοχία. Από πολύ μικρός έζησε και μεγάλωσε στη Λευκάδα όπου πρωτοδιδάχτηκε μουσική στη Φιλαρμονική Εταιρία Λευκάδος και στο Εθνικό Ωδείο της πόλης με τον αείμνηστο Φώτη Βλάχο. Συνέχισε σπουδές στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας (1963-66): πιάνο με την Κρινώ Καλομοίρη και θεωρητικά με τον Μιχάλη Βούρτση. Στις 30 Αυγούστου 1964 (Λευκάδα) συνόδεψε στο πιάνο τη Μαρία Κάλλας στην τελευταία εμφάνισή της στην Ελλάδα. Μετά την Απριλιανή δικτατορία εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (Σεπτ. 1967) και εκεί ως υπότροφος της Γαλλικής Κυβέρνησης (1969-72) εξακολούθησε σπουδές με τον συνθέτη και παιδαγωγό Μax Deutsch (σύνθεση, ανάλυση, διεύθυνση ορχήστρας), ενώ παράλληλα δεχόταν συμβουλές από τους Ι. Ξενάκη, Luigi Nono και Henri Dutilleux.
Η πρώτη δημόσια παρουσίαση έργου του (Επεισόδια για πιάνο σόλο) έγινε λίγο μετά τον Γαλλικό Μάη του ’68, στην αίθουσα της Λατινικής Αμερικής στο Παρίσι και απέσπασε θετικές κριτικές. Από τότε η μουσική του άρχισε να παρουσιάζεται ταχτικά, ενώ είχε και τις πρώτες παραγγελίες (Γαλλική Ραδιοτηλεόραση, Ορχήστρα Ars Nova και Χορευτικό συγκρότημα του Vitry). Λίγο αργότερα έργα του παρουσιάζονται σε σημαντικούς θεσμούς σύγχρονης μουσικής όπως τα διεθνή Φεστιβάλ της Royan, Reims, του Bordeaux και Παρισιού ενώ είναι ο μόνιμος σχεδόν συνεργάτης του συγκροτήματος σύγχρονου χορού του Vitry και του χορογράφου Michel Cazerta. Μέρος των έργων της Παρισινής περιόδου εκδόθηκε από τον μουσικό οίκο Editions Transatlantiques, ενώ το 1974 κυκλοφόρησε στο Παρίσι για πρώτη φορά έργο του σε δίσκο: (Τετρακαναλική Ηλεκτροακουστική μουσική για το μπαλλέτο Smog, ένα από τα πρώτα έργα σε παγκόσμιο επίπεδο για τετρακαναλική μαγνητοταινία).
Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε ως συνθέτης στην 4η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής (Αθήνα 19-26 Σεπτ. 1971) με το έργο Δοκιμολογία.
Επαναπατρίστηκε το φθινόπωρο του 1975. Εργάστηκε ύστερα από πρόσκληση του Μάνου Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα (75-76) ως έκτακτος παραγωγός. Το 1977 ως τακτικός πλέον υπάλληλος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας υπηρετεί διαδοχικά ως διευθυντής τα μουσικά τμήματα του Β΄ και Α΄ Προγ/τος, ενώ από το καλοκαίρι του 1982 μέχρι τον Ιανουάριο του 1994 υπήρξε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ε.Ρ.Α.
Από το 1999 ζει μόνιμα και εργάζεται στη Λευκάδα, τον τόπο όπου έζησε από μικρός κι όπου πρωτοδιδάχτηκε μουσική. Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 2002 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας και των πολιτιστικών θεσμών «Γιορτές Λόγου και Τέχνης», «Διεθνές Φεστιβάλ Κρουστών» και «Διεθνές Φεστιβάλ Φολκόρ».
Στο έργο του περιλαμβάνεται σημαντικός αριθμός μουσικών συνθέσεων: συμφωνική, χορωδιακή, σκηνική μουσική (μπαλλέτο, θέατρο), μουσική δωματίου, ηλεκτρονική, έργα για σόλο όργανα, συνθέσεις στο ύφος της jazz και fusion, τραγούδια σε ποίηση ελλήνων και ξένων ποιητών. Τα χρόνια από το ’80 και μετά γράφει μουσική και για τον κινηματογράφο. Η μουσική του στην Παραγγελιά του Π. Τάσιου αποσπά το βραβείο καλύτερης μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1980. Το 1982 γράφει τη μουσική για το Στίγμα του ίδιου σκηνοθέτη, το 1986 για την ταινία Η νύχτα με την Σιλένα του Δημ. Παναγιωτάτου, το 1991 για την Νυχτερινή Έξοδο και Κλειστή Στροφή των Μένιου Δίτσα και Νίκου Γραμματικού αντίστοιχα, ενώ το 1993 υπογράφει τη μουσική της Εποχής των Δολοφόνων του τελευταίου.
Μέχρι σήμερα (από τον ιστορικό πλέον Χωρίς Σύνορα του ’80) έχουν κυκλοφορήσει αρκετοί δίσκοι με έργα του (ΕΜΙ, CBS, ENM, PRAXIS,UTOPIA κ.ά.) τους οποίους η κριτική υποδέχτηκε πάντα με τα κολακευτικότερα σχόλια. Την Άνοιξη του 1991 κυκλοφόρησε ο πρώτος ψηφιακός δίσκος (CD), το Silent Days (Ημέρες Σιωπής), από την εταιρεία UTOPIA και το Νοέμβριο του 1993 το CD Διπλοχρωμία, ένα αφιέρωμα στην τέχνη του μεγάλου ερμηνευτή της παραδοσιακής μουσικής Βασίλη Σούκα με ζωντανές ηχογραφήσεις των έργων Διπλοχρωμία και Λυρική Σουΐτα (από τα Φεστιβάλ Ηρακλείου (’88) και Πάτρας (’87), στα οποία έχει σολιστικό μέρος ο αείμνηστος μουσικός. Το 1999 όλη η δισκογραφική του παραγωγή επανεκδόθηκε σε 8 ψηφιακούς δίσκους (CDs), από την εταιρεία FINEA SOUND των εκδόσεων Σ. Γαβριηλίδη.
Τα περισσότερα από τα έργα των τελευταίων ετών είναι παραγγελίες ελληνικών και ξένων πολιτιστικών φορέων και οργανισμών και έχουν παιχτεί στην Ευρώπη, Αυστραλία και Αμερική από ονομαστά μουσικά σύνολα, μεταξύ των οποίων οι Σολίστες του Μπολσόϊ, το Ensemble Modern της Φραγκφούρτης, η Πολυρυθμία της Σόφιας, το συγκρότημα κρουστών Okada του Τόκιο, τα κουαρτέτα Russo και Mlada, οι Συμφωνικές Ορχήστρες της Λειψίας, της Λουμπλιάνα, της ABC (Ραδ/νία Αυστραλίας), της ΑLEA (Παν/μιου Βοστώνης) καθώς και οι ορχήστρες της ΕΡΑ και Κρατική Θεσσαλονίκης. Από την αρχή εξ άλλου της λειτουργίας του το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών έχει παραγγείλει κι έχει παίξει πολλά έργα του Κυριάκου Σφέτσα, με ερμηνευτές σπουδαίους έλληνες και ξένους σολίστες και σύνολα, όπως μεταξύ άλλων ο οργανίστας Daniel Chorzempa και η ορχήστρα Καμεράτα.
Σημαντικός αριθμός των έργων του έχουν εκδοθεί από τους οίκους: Editions Transatlantiques στο Παρίσι και Χ. Νάκας – Κ. Παπαγρηγορίου Μουσικές Εκδόσεις στην Αθήνα.
Στον τόμο 9β του Παγκόσμιου Βιογραφικού Λεξικού, ο μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος μεταξύ άλλων σημειώνει: “Κανενός Έλληνα “πρωτοποριακού” συνθέτη η επιστροφή στην παράδοση δεν υπήρξε εντυπωσιακότερη από του Σφέτσα. Πρίν από το 1977, στη Γαλλία, τον ανέδειξε μια ηχητική “στικτογραφία” (γαλλ. pointillisme): μια αξιοπρόσεκτη αρμονική ευαισθησία οργάνωνε ευφάνταστους συνδυασμούς ηχοχρωμάτων σε “μικροδομές” απλωμένες σ’ ένα νοητό ηχητικό καμβά, θυμίζοντας πίνακες του Χουάν Μιρό, που γοήτευε τότε τον συνθέτη (Δοκιμολογία, από τα ωραιότερα και χαρακτηριστικότερα έργα του).
Χρονολογικά η μεταστροφή (Διαφάνειες Μουσικής Κοντσέρτου, 1977) ακολουθεί τον επαναπατρισμό του (1975): μελωδία (τονική, “τροπική”, ατονική), θεματικότητα, ανάπτυξη αλλά και αυτοσχεδιασμός, “σωματικοί” ρυθμοί (κάποτε ασύμμετροι λαϊκογενείς), συγχορδίες που αντιδιαστέλλονται με αδρές ταυτοφωνίες, στοιχεία η εμπνεύσεις από τη λαϊκή (ελληνική, ανατολικών πολιτισμών η επεξεργασίες τους από τις “εθνικές” σχολές) και βυζαντινή μουσική ( το Ερωτικό Τραγούδι ερμηνεύει ψάλτης) αλλά και άλλοι κώδικες η τεχνικές επικοινωνίας (τζάζ, ρόκ). Αντικαθιστώντας όμως το προηγούμενο, “ερμητικό” ιδίωμα με κώδικες επικοινωνίας κατακυρωμένους, η μουσική του Σφέτσα διαστέλλεται κάποτε σε μεγάλες χρονικές διάρκειες, αποκαλύπτει μιάν επώδυνη μοναξιά-αναζήτηση του Ά λ λ ο υ, όπου ο διαχωρισμός ανάμεσα στον προσωπικό παράγοντα και στον κοινωνικό-περιβαλλοντικό γίνεται δύσκολος. Πίσω από την εμμονή της γραφής μαντεύεται μια δραματική ανάγκη επικοινωνίας.
Παρά την αδρότητα των θεμάτων και κάποια πεδία παραδοσιακής “ανάπτυξης”, τα τρία μέρη της γιγαντιαίας (διάρκεια: 61΄.46΄΄!) σουΐτας για πιάνο Το φώς της Κάκτου (’80-’83) δίνουν συχνά την εντύπωση αυτοσχεδιασμού ενός μοναχικού πιανίστα.
Από τα γοητευτικότερα τελευταία έργα του, οι Στιγμές μιας μοναχικής πόλης: στη μοναξιά-απανθρωπιά του σύγρονου κόσμου, η αναζήτηση του Άλλου συνεχίζεται, με εμφατικότερο λυρισμό. Έτσι η ελπίδα επιζεί ακόμη”.